- γεφυρίου
- γεφύριονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο, Λαογραφικό Άρτας — Το Λ.Μ.Ά. εγκαινιάστηκε το 1983 και στεγάζεται σε κτίριο που αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως φυλάκιο του γεφυριού, ενώ από το 1880 και μετά λειτουργούσε ως μεθοριακός σταθμός, καθώς τα σύνορα Ελλάδας Τουρκίας ήταν στη μέση του γεφυριού. Στην πρώτη… … Dictionary of Greek
Νέρβι, Πιερ Λουίτζι — (Pier Luigi Nervi, Σόντριο 1891 – 1979). Ιταλός μηχανικός και αρχιτέκτονας. Στρεφόμενος προς τη μελέτη του προσυμπιεσμένου οπλισμένου σκυροδέματος και των ελαφρών τόξων για μεγάλες στέγες, πραγματοποίησε ενδιαφέροντα πειράματα εκβιομηχάνισης της… … Dictionary of Greek
παραλογές — Ελληνικά διηγηματικά δημοτικά τραγούδια, με μια υπόθεση που συνήθως έχει θλιβερό τέλος. Ο Στίλπων Κυριακίδης διατύπωσε τη θεωρία πως οι π. έρχονται κατευθείαν από τη (μεταγενέστερη) αρχαιότητα, μέσω του Βυζαντίου. Παραδείγματα π. είναι το… … Dictionary of Greek
Πάσοβ, Άρνολντ — (Passow, 1829 – 1870). Γερμανός ελληνιστής. Συνέδεσε το όνομά του με τη νεοελληνική φιλολογία και τη λαογραφία, γιατί επιχείρησε μια πρώτη φιλολογική, σύμφωνη με την επιστημονική μεθοδολογία, έκδοση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (Tραγoύδια… … Dictionary of Greek
καμαροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα καμάρας, θολωτός: Το σχήμα του γεφυριού είναι καμαροειδές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)